-
1 οἴκοτριψ
A a slave born and bred in the house, [dialect] Att. for οἰκογενής (EM590.15), οἰ. κλώψ, of a mouse (cf. οἰκόσιτος II), Babr.107.2 ; as a term of abuse, the slaveE.
, Ar.Th. 426 ;οἰκοτρίβων οἰκότριβας D. 13.24
;μετὰ τῶν οἰ. παίζειν Ael.VH12.15
: metaph.,οἰκότριβες ἐν φιλοσοφίᾳ Phld.Acad.Ind.p.19M.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἴκοτριψ
См. также в других словарях:
οικότριψ — οἰκότριψ, ιβος, ὁ (Α) 1. δούλος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο σπίτι («μετὰ τῶν οἰκοτρίβων παίζειν», Αιλ.) 2. μτφ. εξοικειωμένος με κάτι («οἰκότριβες ἐν φιλοσοφίᾳ», Φιλόδ.) 3. φρ. «οἰκότριψ κλώψ» ποντίκι που έχει τη φωλιά του μέσα στο σπίτι.… … Dictionary of Greek